Μεγάλοι και ιστορικοί οίκοι μόδας συμπεριλαμβάνονται στις 130 εταιρείες που συνυπέγραψαν πρόσφατα δέσμευση για μείωση κατά το ήμισυ των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου μέχρι το 2030. Ετσι, η βιομηχανία της μόδας –με πρωταγωνιστές τις LVMH, Kering, Adidas και Burberry– επιδιώκει να επιταχύνει τον αγώνα για μείωση του αποτυπώματος που αφήνει στο περιβάλλον, ανεβάζοντας τον πήχη από τον προηγούμενο στόχο που είχε θέσει το 2018 και περιοριζόταν στη μείωση των εκπομπών κατά το ένα τρίτο.
Ομως, αυτή η αλλαγή στον τρόπο λειτουργίας μιας ρυπογόνου βιομηχανίας απαιτεί συμβιβασμούς από την πλευρά της προσφοράς, αλλά και της ζήτησης. Για να συνδεθεί η μόδα με τη βιωσιμότητα στην πράξη, όλοι οι παραγωγοί θα πρέπει να αναπροσαρμόσουν το επιχειρηματικό τους μοντέλο, για να περιορίσουν την επιβάρυνση που προκαλείται στο περιβάλλον.
ΔΙΑΦΑΝΕΙΑ
Την ίδια ώρα, οι καταναλωτές απαιτούν διαφάνεια από τη βιομηχανία μόδας. Η τάση αυτή, που ξεκίνησε πολύ πριν από το ξέσπασμα της πανδημίας, πλέον αποτελεί μέρος της καθημερινότητας αρκετών εκατοντάδων εκατομμυρίων καταναλωτών ανά τον κόσμο,που ζητούν από τη βιομηχανία της μόδας να συμβάλει στην προστασία του περιβάλλοντος, στην αναβάθμιση της κοινωνίας, στην προστασία των εργαζομένων και στην εξάλειψη των φυλετικών διακρίσεων.H βιωσιμότητα, όπως προκύπτει από διεθνείς έρευνες, έχει γίνει σημαντικός παράγοντας στις αποφάσεις αγοράς, καθώς πολλοί καταναλωτές αρχίζουν να ελέγχουν τις ετικέτες των ρούχων τους, για να διαπιστώσουν εάν φέρουν περισσότερες πληροφορίες πέρα από τη σύνθεση του υφάσματος και τις οδηγίες φροντίδας. Το αυξανόμενο ενδιαφέρον γύρω από τις
περιβαλλοντικές και κοινωνικές επιπτώσεις της ένδυσης προκαλεί περισσότερους καταναλωτές, μάρκες και λιανοπωλητές να αναζητήσουν αξιόπιστα «οικολογικά σήματα».
Σε έρευνα της IBM, το 84% των καταναλωτών είπε ότι η εμπιστοσύνη της μάρκας είναι σημαντική όταν επιλέγεται ένα προϊόν με γνώμονα τη βιωσιμότητα, ενώ το 88% των καταναλωτών («Forbes») είπε πως αναζητά μάρκες που θα το βοηθήσουν να λάβει πιο βιώσιμες αποφάσεις. Την ίδια στιγμή, το 67% των παγκόσμιων καταναλωτών θεωρεί, σύμφωνα με την Global Fashion Agenda, τη χρήση βιώσιμων υλικών σημαντικό παράγοντα αγοράς ενός προϊόντος και το 63% θεωρεί την προώθηση της αειφορίας σημαντικό κριτήριο επιλογής μιας μάρκας. Αυτό αποτελεί ένα καλό, αν όχι το ισχυρότερο, κίνητρο για τη μεταστροφή της βιομηχανίας της μόδας στην αειφορία.
Ομως, στην πραγματικότητα, η έκθεση διαπιστώνει ότι το 40% όλων των εταιρειών μόδας δεν έχουν αρχίσει καν να λαμβάνουν σοβαρά υπόψη τη βιωσιμότητα, θέτοντας στόχους και επανεξετάζοντας την αλυσίδα εφοδιασμού τους. Μεταξύ του υπόλοιπου 60%, μεγάλη βελτίωση συντελείται στις μικρές εταιρείες (ή αυτές με έσοδα κάτω των 100 εκατομμυρίων δολαρίων ετησίως, συμπεριλαμβανομένων πολλών νεοσύστατων επιχειρήσεων) και στις μεσαίες εταιρείες (οι οποίες έχουν έσοδα κάτω από 1 δισεκατομμύριο δολάρια ένα έτος). Οπως προκύπτει από έρευνα της UBS, με δεδομένο πλέον ότι οι καταναλωτές επιλέγουν με αυστηρότερα κριτήρια την αγορά προϊόντων, σε μια προσπάθεια να προστατεύσουν το περιβάλλον, οι γνωστοί παίκτες της παγκόσμιας αγοράς ένδυσης θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν πτώση εσόδων από 10% έως 30% τα επόμενα πέντε έως δέκα χρόνια. Για να ξεπεράσουν αυτόν τον σκόπελο, αρκετοί μεγάλοι παίκτες, η Inditex (Zara), η H&M, η Gap και η Uniqlo, επανεξετάζουν όλη τη γραμμή παραγωγής. Ηδη η H&M πειραματίζεται με κλωστοϋφαντουργικά προϊόντα και κυκλοφορεί οικολογικές συλλογές. Και δεν είναι η μόνη.
Η αειφορία ωστόσο δεν έχει να κάνει μόνο με το περιβάλλον. Συνδέεται με τον πολιτισμό και την πολιτιστική κληρονομιά. Πριν από λίγο διάστημα, η υπουργός Πολιτισμού του Μεξικού, Αλεχάντρα Φράουστο Γκερέρο, κατηγόρησε τον ισπανικό όμιλο Inditex για «κλοπή» πολιτιστικού περιεχομένου, ισχυριζόμενη ότι «χρησιμοποίησε» σχέδια που δημιουργήθηκαν από τους αυτόχθονες πληθυσμούς της χώρας. Σε μια σειρά επιστολών που εστάλησαν στην εταιρεία, το υπουργείο Πολιτισμού ζήτησε μια «δημόσια εξήγηση». Ζήτησε επίσης τα κέρδη να επιστραφούν στις «δημιουργικές κοινότητες» που πιστεύει ότι εφηύραν αυτές τις τεχνικές κεντήματος, καθώς και τα συγκεκριμένα μοτίβα που χρησιμοποιήθηκαν.
ΡΥΠΟΓΟΝΑ
Η βιομηχανία της μόδας έως το 2030 θα αξίζει 3,3 τρισεκατομμύρια δολάρια και θα κατασκευάζει 102 εκατομμύρια τόνους ρούχων και παπούτσια. Αποτελεί λοιπόν μία από τις πλέον ρυπογόνες οικονομικές δραστηριότητες και, αν δεν κατεβάσει στροφές, θα συνεχίσει να επιταχύνει την κλιματική καταστροφή. Για να αντιληφθούμε τον ρόλο της στο περιβάλλον, θα πρέπει να αναφέρουμε πως ο συγκεκριμένος τομέας το 2015 παρήγαγε 1,2 δισεκατομμύρια τόνους αερίων του θερμοκηπίου. Δηλαδή, περισσότερους ρύπους από όλες τις διεθνείς πτήσεις και θαλάσσιες μεταφορές. Επίσης, ο συγκεκριμένος τομέας είναι υπεύθυνος για το ένα πέμπτο της παγκόσμιας ρύπανσης των υδάτων και το ένα τρίτο των μικροπλαστικών στους ωκεανούς.